17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης Ηνωμένων Εθνών | Στόχος 7: Φθηνή και καθαρή ενέργεια

Η ενέργεια είναι κεντρικής σημασίας για κάθε σοβαρή πρόκληση και ευκαιρία με την οποία έρχεται αντιμέτωπος ο κόσμος μας. Η εργασία, η ασφάλεια, η κλιματική αλλαγή, η παραγωγή τροφίμων και η αύξηση του εισοδήματος προϋποθέτουν απαραιτήτως πρόσβαση σε ενέργεια.

Η βιώσιμη ενέργεια είναι ευκαιρία: μεταμορφώνει τις ζωές, την οικονομία και τον πλανήτη.

Ο Στόχος 7 επιδιώκει:

  • Έως το 2030, διασφάλιση της καθολικής πρόσβασης σε προσιτές, αξιόπιστες και σύγχρονες υπηρεσίες ενέργειας.
  • Έως το 2030, σημαντική αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα.
  • Έως το 2030, διπλασιασμός του παγκόσμιου ποσοστού βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας.
  • Έως το 2030, ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση στην έρευνα και τη τεχνολογία καθαρής ενέργειας.
  • Έως το 2030, επέκταση των υποδομών και αναβάθμιση της τεχνολογίας για την παροχή σύγχρονων και βιώσιμων υπηρεσιών ενέργειας για όλους στις αναπτυσσόμενες χώρες, και ιδίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες

Σήμερα φιλοξενούμε την Ελένη Τσιλίκη, πολιτικός μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, καθηγήτρια Μαθηματικών και Mentor of the Year στην πλατφόρμα της GoStudent. Συζητήσαμε μαζί με της γύρω από τον έβδομο Στόχο Βιώσιμης Ανάπτυξης και της θέσαμε κάποια βασικά ερωτήματα γύρω από το ζήτημα.

Ελένη Τσιλίκη: Οι βιώσιμες πηγές ενέργειας βελτιώνουν την ποιότητα ζωής παράλληλα με την οικονομία και το περιβάλλον. H ηλιακή, η αιολική, η γεωθερμική και η παλιρροιακή ενέργεια αποτελούν βιώσιμες πηγές ενέργειας.
Η Ελλάδα, στην προσπάθεια ενεργειακής ανεξαρτησίας και αυτονομίας, με πλούσιο άνεμο και ήλιο, έχει ως πλεονέκτημα την ευρεία χρήση αυτών των πηγών βιώσιμης ενέργειας.

Η αιολική και η ηλιακή, είναι φθηνές μορφές ενέργειας, με σταθερό κόστος παραγωγής, μη εξαρτώμενες από τις εκάστοτε γεωπολιτικές συνθήκες.
Ήδη το 2021, τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά εξοικονόμησαν 2,5 δις € υπέρ των καταναλωτών στην Ελλάδα.

Παρότι τα νούμερα με μια πρώτη ματιά φαίνονται ελκυστικά, οι ΑΠΕ παρουσιάζουν χαμηλή πυκνότητα ισχύος και ενέργειας. Συνεπώς, για μεγάλη ισχύ απαιτούνται συχνά εκτεταμένες εγκαταστάσεις, κάτι που αποτελεί πρόκληση για τη χώρα μας. Επιπλέον, παρουσιάζουν συχνά διακυμάνσεις στη διαθεσιμότητά τους που μπορεί να είναι μεγάλης διάρκειας απαιτώντας την εφεδρεία άλλων ενεργειακών πηγών ή γενικά δαπανηρές μεθόδους αποθήκευσης. Πράγμα το οποίο δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε οικονομικά.

Τέλος, μια μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα είναι πώς μπορούν οι ΑΠΕ να ανταγωνιστούν την τιμή του φυσικού αερίου. Χρειάζεται επανασχεδιασμός, ώστε να δούμε τι ταιριάζει στη χώρα μας κι όχι απλώς να αντιγράφουμε αλλότρια μοντέλα.

Ελένη Τσιλίκη: Η ατομική συμβολή μας στη χρήση πιο καθαρών και βιώσιμων μορφών ενέργειας αφορά κυρίως την κατοικία. Συνίσταται η τοποθέτηση φωτοβολταϊκών για παραγωγή ηλεκτρισμού. Ένα μέσο νοικοκυριό καταναλώνει 5.000-7.000 kWh/έτος, το οποίο μεταφράζεται σε περίπου 80 m2 επιφάνειας εγκατεστημένων φωτοβολταϊκών στοιχείων. Απαραίτητη είναι η χρήση θερμικών ηλιακών συστημάτων για τη θέρμανση του νερού.

Η εκμετάλλευση της αιολικής ενέργεια με τη χρήση ανεμογεννητριών μπορούν να καλύψουν έως και το 40% της ενεργειακής απαίτησης του νοικοκυριού. Όμως η χρήση τους να καθίσταται αδύνατη σε πυκνοκατοικημένες περιοχές.

Μια όχι και τόσο διαδεδομένη, αλλά εξίσου αποδοτική λύση είναι η θέρμανση κτιρίων με καύση βιομάζας σε ατομικούς/κεντρικούς λέβητες.

Εκμεταλλευόμενοι την θερμοκρασία του εδάφους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε γεωθερμική αντλία θερμότητας για μεταφορά ενεργειακού φόρτου από και προς το έδαφος.

Τέλος, σημαντική είναι και η εξοικονόμηση ενέργειας που πρέπει κάνουμε, γιατί όσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση, τόσο περισσότερο θα αυξάνεται και η ενεργειακή μας απαίτηση. Γι’ αυτό το λόγο δίνονται επιδοτήσεις οικονομικής ενίσχυσης από την Ε.Ε., για παρότρυνση βιοκλιματικού σχεδιασμού των κατοικιών.

Ελένη Τσιλίκη: Η κρίση έχει πυροδοτήσει μια δημόσια συζήτηση, κατά την οποία ο καταναλωτής βρίσκεται αντιμέτωπος με όρους και έννοιες που δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει πώς ακριβώς λειτουργούν και τι σημαίνουν.

Αρχικά, πρέπει να συγκεκριμενοποιήσουμε όσο γίνεται τις δύο συνιστώσες που προκαλούν ενεργειακή κρίση. Είναι η πολιτική, η οποία ασκείται μέσω της οικονομίας, και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, από την παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας.

Ένα ενεργειακό σύστημα που στηρίζεται σε εγχώριες, ανανεώσιμες πηγές και με προσιτές στον καταναλωτή τιμές, αποβλέπει διαχρονικά στην ενεργειακή ασφάλεια. Βασική προϋπόθεση για να μειωθούν και να παραμένουν μειωμένοι οι λογαριασμοί ρεύματος είναι το ρεύμα να παράγεται από τις πιο φθηνές τεχνολογίες, που είναι αποδεδειγμένα τα αιολικά πάρκα και οι υπόλοιπες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Τα νέα αιολικά πάρκα παράγουν  ηλεκτρισμό που είναι 3-4 φορές φθηνότερος από τα ορυκτά καύσιμα, φυσικό αέριο και λιγνίτη.

Το μεγάλο «αλλά» είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ηλεκτρικό σύστημα που να αποτελείται μόνο από ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά. Επομένως, το κόστος της ενέργειας μπορεί να αξιολογηθεί μόνο στο σύνολο ενός ηλεκτρικού συστήματος.

Επιπλέον, τα ορυκτά καύσιμα επιβαρύνονται με φόρο άνθρακα και δικαιώματα ρύπων, τα κόστη των αιολικών, όπως η περιβαλλοντική επιβάρυνση των δασικών οικοσυστημάτων, η απώλεια των παραγωγικών δραστηριοτήτων, δεν προσμετρώνται πουθενά. Απαιτείται επανασχεδιασμός της ενεργειακής μας πολιτικής.

Είναι επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης της διεθνούς συνεργασίας ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση στην έρευνα και τη τεχνολογία καθαρής ενέργειας (συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσιμων  μορφών ενέργειας) και να προωθηθούν οι επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές και αναβαθμισμένες τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, για την παροχή σύγχρονων και βιώσιμων υπηρεσιών ενέργειας, δεδομένου ότι η ενέργεια συνεχίζει να ανανεώνεται και δεν μειώνεται.

Τίποτα δεν μας διασφαλίζει ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα έχουμε την ίδια ή χειρότερη κρίση, όσο παραμένουμε εξαρτημένοι από τα ορυκτά καύσιμα και τις διεθνείς διακυμάνσεις των τιμών τους, ακόμα κι αν επιτύχουμε να χρησιμοποιούμε σε μεγάλο ποσοστό ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η απάντηση που προσεγγίζει την αλήθεια είναι ότι οι ΑΠΕ, έχουν την προοπτική να δημιουργούν μεγαλύτερο χρόνο υστέρησης μεταξύ των κρίσεων.